τραχηλώνω

τραχηλώνω
Ν
ναυτ. τοποθετώ αγκύλη επιτόνου, προτόνου ή παρατόνου γύρω από τον λαιμό στήλης ή επιστηλίου ή σε κεραία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος. Η λ., στον λόγιο τ. τραχηλόω, -, μαρτυρείται από το 1887 στον Ηλ. Κανελλόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τραχήλωμα — το, ΝΜ 1. ναυτ. α) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τραχηλώνω β) συνεκδ. το σύνολο τών σχοινιών που προσδένονται γύρω από τον τράχηλο ιστού ή επιστηλίου μσν. προεξοχή που μοιάζει με τράχηλο, γείσο («ἀπάνω εἰς τὸ τραχήλωμαν ἐκούμπησαν τοῦ πύργου» …   Dictionary of Greek

  • τράχηλος — Οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία Κισσάμου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γραμβούσης. * * * ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τράχαλος και ετερόκλιτος τ. πληθ. τράχηλα τὰ, Α 1. το στενό και κυλινδρικό τμήμα τού σώματος το οποίο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”